- δίπλα
- (I)επίρρ.Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι2. πλαγιαστά, πλάγια3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» — πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλίαβ) «παίρνω δίπλα τα βουνά» — περιπλανιέμαι στα βουνάγ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλά, ουδ. τού επιθέτου διπλός, με αναβιβασμό τόνου].————————(II)η (Μ δίπλα)1. πτυχή υφάσματος, ρυτίδα προσώπου2. (για χορό, φίδι κ.λπ.) γύρισμα, κύκλος, σπείρανεοελλ.1. δοκάρι στέγης2. παραδοσιακό γλύκισμα με αλεύρι και αβγά, μέλι και τριμμένο καρύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. απλώνω - άπλα)κατ' άλλους, από το θηλυκό τού επιθέτου διπλός με αναβιβασμό τού τόνου κατά το σχήμα τυφλός - τύφλα].
Dictionary of Greek. 2013.